Το τοπίο
To τοπίο αντιπροσωπεύει την έκφραση της διαχρονικής σχέσης των φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου (γεωμορφολογικά, γεωλογία, κλίμα, έδαφος, χλωρίδα και πανίδα) με τις κοινωνίες μέσα από τις πρακτικές τα ήθη και τα έθιμά τους, σε συνδυασμό με τις τέχνες, τη λογοτεχνία, τις προτιμήσεις, τις σχέσεις, τις αναμνήσεις. Όλα μαζί δημιουργούν συγκεκριμένα μοτίβα, χρώματα, υφές και δίνουν μια συνεχώς μεταβαλλόμενη μορφή στο χώρο που καθορίζει ένα τοπίο.
Στην περιοχή των Σφακίων το τοπίο αποτελείται από πλούσιες εναλλαγές, που χαρακτηρίζονται από το έντονο γεωμορφολογικά υπόβαθρο με εντυπωσιακά φαράγγια και απότομες υψομετρικές διαφορές που ξεπερνούν τα 2,000 μέτρα σε μια απόσταση μόλις 6,5 χλμ. Στην περιοχή αυτή συναντά κανείς γυμνούς βράχους με εξαιρετικά αραιή βλάστηση, δασικές και φρυγανικές εκτάσεις, ελαιοκαλλιέργειες και απομεινάρια από αμπελοκαλλιέργειες και σιτηρά. Εμφανή στο τοπίο είναι και τα χαρακτηριστικά από τις διάσπαρτες κτηνοτροφικές δραστηριότητες που αποτελούν τις βασικές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής, ενώ υπάρχουν και πολλά διάσπαρτα μελίσσια.
Στην περιοχή μπορεί να κανείς να συναντήσει και πολλούς ερειπωμένους οικισμούς παραδοσιακής κρητικής αρχιτεκτονικής που μαρτυρούν τις δύσκολες συνθήκες της απομακρυσμένης ζωής και τη σημαντικότητα του ταχυδρόμου για σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο. Η αλληλεπίδραση των ανθρώπινων κοινοτήτων με τη φύση έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη γνώσεων και πρακτικών που συνθέτουν την πλούσια πολιτισμική κληρονομιά του τόπου. Η διαδρομή που ακολουθούσε ο αγροτικός ταχυδρόμος είναι ένα νήμα που πλέκει το πολυποίκιλο σφακιανό τοπίο με τα φαράγγια, τα χωριά, τις παλιές καλλιέργειες αμπέλων και σιτηρών, τα ελαιόδεντρα, τις κτηνοτροφικές και μελισσοκομικές δραστηριότητες και τις μνήμες των κατοίκων του.
Τα οικοσυστήματα
Στην διαδρομή αυτή μπορούν οι επισκέπτες να γνωρίσουν μεγάλη ποικιλία οικοσυστημάτων, η οποία αποτέλεσε και αποτελεί κλειδί για την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ευημερία των κατοίκων της περιοχής. Έξω από το χωριό του Αη Γιάννη συναντά κανείς το δάσος του Κορμοκόπου. Το οικοσύστημα αποτελείται κυρίως από τραχεία πεύκη (Pinus brutia) ενώ σημαντική παρουσία έχουν και τα οριζόντοκλαδα κυπαρίσια (Cupressus sempervirens).
Τα δασικά οικοσυστήματα της περιοχής δεν είναι πυκνά όπως αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας και δεν χαρακτηρίζονται από ευδιάκριτα όρια, έχουν πολύ χαμηλό ξυλοαπόθεμα οπότε δεν παράγεται πια δασική ξυλεία για εκμετάλλευση. Παρόλα αυτά όπως αναδεικνύεται και από το όνομα της δασικής έκτασης του Κορμοκόπου (Κορμός και Κόβω) αποτέλεσε σημαντική πηγή ξυλείας για τις κοινωνίες των Σφακίων για πολλά χρόνια. Το δασικό οικοσύστημα συμβάλλει στην προστασία του κλίματος και στην ρύθμιση του κύκλου του νερού. Ταυτόχρονα προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση και τις κατολισθήσεις. Παράλληλα, η δασική βλάστηση δημιουργεί μια σκιερή διαδρομή που αποτελεί ευχάριστη αλλαγή στους περιπατητές των Σφακίων όπου κυριαρχεί η αραιή φρυγανική βλάστηση. Στην περιοχή υπάρχει και το σπήλαιο του Κορμοκόπου που φωλιάζουν νυχτερίδες και ασπόνδυλα είδη σπηλαιόβιας πανίδας. Σήμερα το δασικό οικοσυσύστημα του Κορμοκόπου έχει προσβληθεί από το έντομο Marchalina hellenica το οποίο προκαλεί την βαμβακίαση των πεύκων. Αρχικά το πρόβλημα είναι μόνο αισθητικό αλλά όταν το έντομο δεν απομακρύνεται μπορεί να προκαλέσει σταδιακή μείωση της ανάπτυξης του πεύκου η οποία εάν συνεχιστεί μπορεί να καταλήξει και σε ξήρανση ορισμένων κλάδων.
Το εύφορο οροπέδιο της Ανώπολης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αγροτικά οικοσυστήματα της περιοχής, όπου κυριαρχούν οι ελαιοκαλλιέργειες, οι κτηνοτροφικές και οι μελισσοκομικές δραστηριότητες. Στα Δυτικά το οροπέδιο οριοθετείται από το επιβλητικό φαράγγι της Αράδαινας το οποίο καταλήγει στην παραλία Μάρμαρα. Κοιτώντας κανείς το οροπέδιο από ψηλά διαπιστώνει πως οι γειτονιες της Ανώπολης βρίσκονται διάσπαρτες ανάμεσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Η καλλιέργεια της ελιάς (οπως και του σταφυλιού) έχει μεγάλη ιστορία στην Κρήτη. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν βρεθεί οι πρώτες καλλιέργειες χρονολογούνται πριν από περίπου 4000 χρόνια. Τα αγροτικά οικοσυστήματα της περιοχής είναι πολυλειτουργικά. Κατά κύριο λόγο συμβάλλουν στην παραγωγή τροφής (γεωργική και κτηνοτροφική), αλλά ταυτόχρονα συμβάλλουν στην ρύθμιση του κλίματος, την επικονίαση (μέλισσες) και την παροχή ενδιαιτημάτων για τα άγρια ζώα και τα φυτά. Στους ελαιώνες της περιοχής των Σφακίων συναντά κανείς την γερακίνα ή λαγουδογέρακο (Buteo buteo) είναι ένα από τα πιο κοινά είδη αρπακτικών, το οποίο τρέφεται με τα ποντίκια προστατεύοντας έτσι με τη σειρά του τις καλλιέργειες.
Η παράκτια διαδρομή του ταχυδρόμου από την Αγία Ρούμελη μέχρι την Χώρα Σφακίων ακολουθεί μια βραχώδη ακτή η οποία διακόπτεται με μικρές παραλίες με ή χωρίς οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί ακόμα και σήμερα είναι προσβάσιμοι μόνο από τα μονοπάτια ή μέσω θαλάσσης. Δίπλα στη θάλασσα ή ανάμεσα στις πέτρες φυτρώνουν θάμνοι και αγριολούλουδα, τα οποία συμβιώνουν μαζί με πολλά και μικρά ζώα όπως τα σαλιγκάρια, τα σκαθάρια, και οι σαύρες.
Ο ταχυδρόμος
Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε για ταχυδρόμο είναι η ιστορία που μας έρχεται από τον κ. Περάκη (πρώην προϊστάμενο της υπηρεσίας στα Σφακιά). Τον εκτελέσανε οι Γερμανοί γιατί του ζητάγανε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου και δεν το έδινε. Το κλειδί το βρήκε ο Γιώργος Δαμανάκης, ταχυδρόμος , που πήγε στην εκταφή και ήξερε πως ο προιστάμενος έκρυβε το κλειδί στο παντελόνι του.
Εκείνη την εποχή, τα τρία αγροτικά δρομολόγια με έδρα την Χώρα Σφακίων, ήταν η μόνη τακτική σύνδεση των απομονωμένων χωριών της επαρχίας με τον έξω κόσμο ( ένα δρομολόγιο ανατολικά-μέχρι Αργουλέ το 260, το άλλο στο Μουρί δύο φορές την εβδομάδα, και το άλλο το πιο δύσκολο στην Αγιά Ρουμέλη). Το Ασκύφου είχε δικό του ταχυδρομείο. Τρείς αγροτικοί λοιπόν ταχυδρόμοι και ένας στο χωριό στο γραφείο. Στο πιο δύσκολο δρομολόγιο, το 230, είχαν υπηρετήσει οι Αντρέας Ψιλάκης, Γιώργος Δαμανάκης, Καντιλεράκης, Παύλος Βοτζάκης και κάποιοι άλλοι , μεταφέροντας νέα, φωτογραφίες και καρτ ποστάλ από φαντάρους, από φοιτητές, από μετανάστες και μικροδέματα.
Ο ταχυδρόμος ήταν η παρηγοριά του κόσμου που είχε ξενιτεμένα παιδιά και αδέλφια. Έπαιζε την μουζίκα όταν έφτανε για να ετοιμαστούν όλοι να βγουν και όταν έφευγε σε κάθε χωριό. Έφευγε ξημερώματα από την Χώρα Σφακίων, διέσχιζε τον Ίλιγγα και ανέβαινε στην Ανώπολη. Από εκεί, διέσχιζε το φαράγγι της Αράδαινας, και πήγαινε στον Άη Γιάννη. Από τον Κακό Πόρο, το πιο δυσπρόσιτο πέρασμα κατέβαινε τα γκρεμνά με κατεύθυνση την Αγία Ρουμέλη. Όταν είχε ποτάμι πέταγε τα γράμματα, αλλιώς πήγαινε μέχρι το καφενείο του Μαλαμά και τα άφηνε. Από εκεί γύρναγε πίσω από το παραλιακό μονοπάτι μέχρι τα Λιβανιανά, όπου ανέβαινε στο πηγάδι να παραδώσει την αλληλογραφία. Από εκεί στο Λουτρό και μέχρι να ανοιχτεί το μονοπάτι την δεκαετία του 50 στα Γλυκά Νερά, ανέβαινε να γυρίσει από την Ανώπολη.
Μετά την δεκαετία του ‘50 συνέχιζε μέχρι την Χώρα Σφακίων. Πολλές φορές λόγω του ότι ασχολιόταν και με κτηνοτροφία , μετά από ένα τέτοιο δρομολόγιο , ο Ψιλάκης τουλάχιστον ανέβαινε και στο Μουρί , όπου ήταν η οικογένειά του τους καλοκαιρινούς μήνες. Είτε έβρεχε, είτε είχε πολύ ζέστη ο ταχυδρόμος έπρεπε να πάει το δρομολόγιό του. Τον κερνάγανε, μάθαινε τα νέα, καθόταν για λίγο και ξαναέφευγε τρέχοντας να προλάβει να τα κάνει όλα σε μία μέρα. Περίπου 50 χιλιόμετρα. Δύο με τρείς φορές την εβδομάδα. Κυριακή και Τετάρτη σίγουρα.
Οι ιστορίες
Στην πορεία του μονοπατιού πλέκονται πολλές ιστορίες. Από τις ιστορίες που έχουν σαν βάση το βουνό και την επιβίωση στα πιο ορεινά χωριά με την κτηνοτροφία και την άυλη κληρονομιά (τα τραγούδια, τα αστεία, τις δοξασίες, τις τελετουργίες τους) μέχρι εκείνες των ναυτικών στα κάτω χωριά με τον τουρισμό και την μετανάστευση. Ο τόπος αυτός είναι γεμάτος ιστορίες από τις οποίες παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα που περισυλλέξαμε από τους κατοίκους.